Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

Συζήτηση μεταξύ του Sergio Benvenuto και του Κορνήλιου Καστοριάδη

Η συζήτηση έγινε στο Παρίσι τον Μάιο του 1994. Κινηματογραφήθηκε από την Ιταλική τηλεόραση για την Multi-Media Encyclopaedia of Philosophical Sciences της RAI - Radiotelevisione Italiana. Δημοσιεύτηκε επίσης στο Journal of European Psychoanalysis, τεύχος 6, χειμώνας 1998. Μετάφραση δική μου [1].

Benvenuto: Είστε ένας φιλόσοφος της πολιτικής, αλλά επίσης εργάζεστε ως ψυχαναλυτής. Επηρεάζει το επάγγελμα της ανάλυσης τις φιλοσοφικές σας ιδέες;

Καστοριάδης: Υπάρχει ισχυρός δεσμός μεταξύ της αντίληψής μου για την ψυχανάλυση και εκείνης για την πολιτική. Ο στόχος και των δύο είναι η ανθρώπινη αυτονομία, αν και μέσω διαφορετικών διαδικασιών. Η πολιτική σκοπεύει στην ελευθερία του ανθρώπινου όντος, κάνοντας δυνατή την πορεία προς την αυτονομία του μέσω της συλλογικής δράσης. Η κυρίαρχη αντίληψη κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα (συμπεριλαμβανομένου του Μαρξ), σύμφωνα με την οποία το αντικείμενο της πολιτικής είναι η ευτυχία, είναι μια αντίληψη λανθασμένη, ακόμα και καταστροφική. Το αντικείμενο της πολιτικής είναι η ελευθερία. Και η πολιτική είναι συλλογική—συνειδητή και κατόπιν σκέψης—δράση, η οποία στοχεύει στη μετατροπή θεσμών σε θεσμούς ελευθερίας και αυτονομίας.

Β: Η Αμερικάνικη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας δεν ισχυρίζεται ότι ο σκοπός της πολιτείας/κράτους είναι η ευτυχία, αλλά βεβαιώνει ότι οποιοσδήποτε έχει την ελευθερία να αναζητήσει την ευτυχία. Η ατομική αναζήτηση της ευτυχίας σταδιακά ταυτίστηκε στην Αμερική με κριτήρια 'επίλυσης προβλημάτων'. Ωστόσο, η αναζήτηση της ευτυχίας για τον καθένα δεν σημαίνει επίσης την αυτονομία του καθενός; Η ιδέα ότι η κοινωνία πρέπει να επιτρέπει στον καθένα την αναζήτηση της δικής του ευτυχίας υποθέτει μια, μέχρι ενός σημείου, φιλελεύθερη αντίληψη περί αυτονομίας. Εννοείτε την 'αυτονομία' με τον Αμερικάνικο τρόπο;

Κ: Όχι, όχι με την Αμερικάνικη έννοια. Η Αμερικανική Διακήρυξη λέει, "Πιστεύουμε ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δημιουργηθεί ελεύθεροι και ίσοι για την αναζήτηση της ευτυχίας" [2]. Αλλά δεν πιστεύω ότι ο Θεός δημιούργησε όλους τους ανθρώπους ελεύθερους και ίσους. Πρώτον, ο Θεός δεν δημιούργησε τίποτα γιατί απλά δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα (Θεός). Δεύτερον, από τότε που υπήρξαν οι άνθρωποι, πρακτικά ποτέ δεν ήταν ελεύθεροι και ίσοι. Επομένως, είναι απαραίτητο να δράσουν για να γίνουν ελεύθεροι και ίσοι. Και μόλις γίνουν ελεύθεροι και ίσοι, θα υπάρξουν αναμφισβήτητα ζητήματα σχετικά με το Κοινό Καλό, και αυτό είναι αντίθετο με την φιλελεύθερη αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο καθένας και όλοι πρέπει να αναζητήσουν την ατομική τους ευτυχία που θα σήμαινε, αυτομάτως, το μέγιστο της ευτυχίας για όλους. Υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες που δεν στρέφονται αποκλειστικά στη σφαίρα της ατομικής ευτυχίας και που είναι αντικείμενο πολιτικής δράσης—για παράδειγμα, μουσεία, ή δρόμοι—και παρομοίως είναι στη σφαίρα της ατομικής μου αυτονομίας η αυτονομία των άλλων.

Ωστόσο, αν η κοινωνία παρεμβληθεί στην ευτυχία μου, το αποτέλεσμα είναι ολοκληρωτισμός. Σ'αυτήν την περίπτωση η κοινωνία θα μου πει: "είναι η γνώμη της πλειοψηφίας ότι δεν θα 'πρεπε να αγοράζεις δίσκους του Μπαχ, αλλά της Μαντόνα. Αυτή είναι η βούληση της πλειοψηφίας, για την ευτυχία σου!". Πιστεύω ότι την ευτυχία μπορεί και πρέπει να την αναζητά το κάθε άτομο μόνο του. Εξαρτάται από το κάθε άτομο να ξέρει ή να μην ξέρει τι αποτελεί την ευτυχία του. Σε άλλες στιγμές θα την βρει εδώ, σε άλλες στιγμές θα την βρει αλλού.

Η ίδια η έννοια της ευτυχίας είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, ψυχολογικά και φιλοσοφικά. Ωστόσο, το αντικείμενο της πολιτικής είναι η ελευθερία και η αυτονομία, και αυτό θα γίνει δυνατό μόνο μέσα σε ένα θεσμίζον, συλλογικό πλαίσιο, που επιτρέπει την ελευθερία και την αυτονομία. Το αντικείμενο της ψυχανάλυσης είναι το ίδιο. Και αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα περί τέλους της ψυχανάλυσης (στο οποίο ο Φρόιντ επέστρεφε συχνά), και με τις δύο σημασίες της λέξης τέλος (σκοπός/τερματισμός): ο τερματισμός της ανάλυσης χρονικά και του αντικειμένου της. Είναι στόχος της ανάλυσης το άτομο να γίνει όσο περισσότερο αυτόνομο γίνεται. Αυτό δεν σημαίνει αυτονομία με την Καντιανή έννοια, δηλαδή συμβατότητα με ηθικές συνταγές, καθορισμένες με τον ίδιο τρόπο μια για πάντα. Το πραγματικά αυτόνομο άτομο είναι εκείνο που έχει μετασχηματίσει τη σχέση με το ασυνείδητό του σε τέτοιο βαθμό που μπορεί—στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό στον ανθρώπινο κόσμο—να ξέρει τις επιθυμίες του και ταυτόχρονα επιτυγχάνει να ελέγχει τις πράξεις που απορρέουν από αυτές τις επιθυμίες. Να είμαι αυτόνομος δεν σημαίνει, για παράδειγμα, ότι είμαι ηθικός επειδή δεν επιθυμώ τη γυναίκα του γείτονα. Δεν έχω τιθασεύσει αυτή την επιθυμία για τη γυναίκα του γείτονα, εκτός αυτού όλοι μας ξεκινήσαμε τη ζωή μας επιθυμώντας τη γυναίκα κάποιου άλλου, αφού όλοι επιθυμούσαμε την μητέρα μας. Αν κάποιος δεν ξεκίνησε έτσι τη ζωή του, δεν είναι άνθρωπος αλλά τέρας. Ωστόσο είναι τελείως διαφορετικό να γίνει αυτή η επιθυμία πράξη. Άτομα πενήντα ή εξήντα χρονών μπορεί να βλέπουν ακόμα αιμομεικτικά όνειρα, που σημαίνει ότι η επιθυμία παραμένει. Ένα άτομο που τουλάχιστον μια φορά το χρόνο δεν έχει ευχηθεί το θάνατο κάποιου που τον αδίκησε έχει σοβαρό πρόβλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει απαραίτητα να διαπράξει φόνο, αλλά είναι αναγκαίο να καταλάβει ότι "εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο οργισμένος με αυτό το άτομο, ώστε αν μπορούσα να τον εξαφανίσω από το πρόσωπο της γης, θα το έκανα. Αλλά από την άλλη, δεν θα το έκανα, ακόμα κι αν μπορούσα". Αυτό, εγώ το λέω αυτονομία.

Β: Μιλάτε για αυτονομία. Άλλοι αναλυτές που, όπως εσείς, τείνουν προς την Αριστερά προτιμούν να μιλούν για τη ψυχανάλυση ως εργαλείο χειραφέτησης. Είναι το ίδιο πράγμα;

Κ: Είναι, όμως η αυτονομία είναι πιο ακριβής. Η ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι εργαλείο κοινωνικής χειραφέτησης, δεν μπορεί να μας ελευθερώσει από μια κοινωνία που κυριαρχεί το χρήμα ή από την τεράστια εξουσία του κράτους. Η ψυχανάλυση δεν έχει την ικανότητα να κάνει τους ασθενείς επαναστάτες, αλλά μπορεί να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν τις αναστολές τους, να γίνουν πιο διαυγείς, πιο ενεργοί πολίτες.

Ωστόσο, το πρόβλημα της ψυχανάλυσης είναι η σχέση του ασθενή με τον εαυτό του. Υπάρχει η περιβόητη φράση του Φρόιντ στο Νέα Σειρά Παραδόσεων για την Ψυχανάλυση (Επίκουρος, 1977, New Lectures on Psychoanalysis): "Wo es war, soll ich werden", "όπου είναι αυτό, εγώ πρέπει να γίνω", δηλαδή, αντικατάσταση του Αυτό (ή Id) από το Εγώ. Αυτή η φράση είναι περισσότερο από διφορούμενη, αν και η αμφισημία της αναιρείται από τη συνέχεια της παραγράφου: είναι μια προσπάθεια αποξήρανσης, παρόμοια με την προσπάθεια των Ολλανδών να αποξηράνουν τη θάλασσα του Zuyderzee. Η πρόθεση της ψυχανάλυσης δεν είναι να αποξηράνει το ασυνείδητο—αυτό θα ήταν ένα παράξενο, όσο και ανέφικτο, εγχείρημα. Η πρόθεσή της είναι να προσπαθήσει να μετασχηματίσει τη σχέση του στιγμιότυπου του Εγώ, του υποκειμένου περισσότερο ή λιγότερο συνειδητού και ανακλαστικού, με τις ορμές του, με το υποσυνείδητό του. Ο ορισμός της αυτονομίας στο πεδίο του ατομικού είναι: να ξέρεις τις επιθυμίες σου, τι θα ήθελες πραγματικά να κάνεις και γιατί, και να ξέρεις τι ξέρεις και τι όχι.

Β: Σήμερα κυριαρχεί ένα είδος επίσημης ιδεολογίας της αυτονομίας. Αρκεί να δει κανείς, για παράδειγμα, τις διαφημίσεις για να καταλάβει ότι υπάρχει η ιδεολογική πώληση ενός παγανιστικού ύμνου στην ευτυχία την οποία αναζητούν αυτόνομοι άντρες και γυναίκες. Δεν είναι το ιδανικό σας για την αυτονομία κοντά στις σημερινές κυρίαρχες ιδέες; Γράψατε ότι ο Μαρξ ήταν αντικαπιταλιστής, αλλά στην πραγματικότητα μοιραζόταν τις ίδιες προκαταλήψεις και προϋποθέσεις με την καπιταλιστική κοινωνία. Θα μπορούσε κανείς να σας προσάψει το ίδιο, επειδή προτείνετε σαν εναλλακτική μια ιδέα που σήμερα είναι ήδη κυρίαρχη, ακόμα και μπανάλ.

Κ: Υπάρχει ολοφάνερα, ως μέρος της σημερινής κοινωνίας, μια εξαιρετικά μεγάλη δύναμη αφομοίωσης και ενσωμάτωσης (από τις κυρίαρχες ιδέες). Ωστόσο, ξεκίνησα να μιλάω για δημιουργία, το φαντασιακό και την αυτονομία περίπου πριν από τριάντα χρόνια. Εκείνη την εποχή, μόνο διαφημιστικό σλόγκαν δεν ήταν. Σταδιακά, οι διαφημιστές οικειοποιήθηκαν αυτές τις λέξεις μου επειδή έγιναν οι ιδέες του Μάη του '68. Ωστόσο, η απομυθοποίηση αυτών των διαφημιστών γίνεται προφανής όταν μιλούν για δημιουργικότητα. "Αν θες πραγματικά να είσαι δημιουργικός, δούλεψε στην ΙΒΜ"—αυτό είναι ένα σλόγκαν για να προσελκύσουν δημόσια προσοχή. Στην ΙΒΜ, όμως, δεν είσαι περισσότερο ή λιγότερο δημιουργικός από ότι είσαι αλλού. Η δημιουργικότητα για την οποία μιλάω απαιτεί την απελευθέρωση των ανθρώπινων όντων, που είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Στη Γαλλία, δεν μιλούν τόσο για αυτονομία όσο για ατομικότητα. Τώρα, η ατομικότητα όπως αναφέρεται στα ΜΜΕ, στην επίσημη ιδεολογία, ή στην πολιτική δεν έχει καμμία σχέση με αυτό που ονομάζω αυτονομία του ατόμου. Στην πρώτη περίπτωση η ατομικότητα είναι: "κάνω ό,τι θέλω", ενώ η αυτονομία είναι: "κάνω ό,τι πιστεύω πως είναι σωστό, μετά από σκέψη—δεν στερούμαι από αυτά που θέλω, αλλά ούτε κάνω κάτι μόνο επειδή με ευχαριστεί". Σε μια κοινωνία που κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, θα υπάρχουν βιασμοί και φόνοι. Εξάλλου, αυτή η δημόσια εικόνα και ιδεολογία είναι παραπλανητικές, επειδή ο υποτιθέμενος ατομικισμός, ο ναρκισσισμός με τον οποίο μας πλημμυρίζουν, είναι ένας ψευδο-ατομικισμός. Η σημερινή μορφή ατομικότητας είναι ότι στις 8:30, κάθε απόγευμα σε κάθε γαλλικό νοικοκυριό τα ίδια κουμπιά πατιούνται για να λάβουν τα ίδια τηλεοπτικά προγράμματα, που προβάλλουν τα ίδια σκουπίδια. Σαράντα εκατομμύρια άτομα, σαν να ακολουθούν στρατιωτικές εντολές, κάνουν το ίδιο πράγμα, και αυτό αποκαλείται ατομικότητα! Λέγοντας "άτομο" εννοώ κάποιον που προσπαθεί να γίνει αυτόνομος, που έχει συνείδηση του γεγονότος ότι, ως ανθρώπινο ον, είναι απολύτως μοναδικός και προσπαθεί ανακλαστικά να αναπτύξει τη μοναδικότητά του. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμμία σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία των ΜΜΕ και σε αυτό που είπα.

Β: Απ' ό,τι φαίνεται, η ιδέα σας για τον σκοπό (το τέλος) της ψυχανάλυσης είναι αντίθετη από αυτήν που προτείνει ο Λακάν. Ο οποίος κριτίκαρε έντονα την ιδέα ότι ο σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένα αυτόνομο εγώ, καλώντας αυτήν τη θεωρία "Αμερικάνικη ιδεολογία". Θεωρείτε την κριτική του Λακάν δίκαια;

Κ: Εν μέρει, μόνο. Επειδή σε αυτήν υπήρχαν δύο δυνατές—ίσως και πραγματικές—αποκλίσεις. Η πρώτη ήταν η απόλυτη υπερεκτίμηση του Εγώ και της συνείδησης. Η φράση του Φρόιντ, "όπου ήταν Αυτό, Εγώ πρέπει να γίνω", θα έπρεπε να συμπληρωθεί από το συμμετρικό: "όπου είμαι Εγώ, Αυτό πρέπει να μπορεί να εμφανιστεί". Πρέπει να πετύχουμε να κάνουμε τις επιθυμίες μας να μιλούν. Να τις αφήνουμε να περνούν στην πραγματικότητα, να τις επιτρέπουμε να μετατραπούν σε πράξεις, είναι προφανώς άλλο πράγμα. Επομένως, είναι απαραίτητο να αφήνουμε τις ορμές να αναδύονται—είναι απαραίτητο να ξέρουμε ακόμα και τις πιο περίεργες, τερατώδεις και άθλιες ορμές που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στην καθημερινή, συνειδητή μας ζωή. Από την άλλη πλευρά, το αυτόνομο Εγώ που ανέφεραν ορισμένοι Αμερικάνοι ήταν στην πραγματικότητα το κοινωνικά κατασκευασμένο άτομο: το Εγώ κατασκευαζόταν από την κοινωνία—δηλαδή, ένα άτομο ήξερε ότι έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει και ότι αν αντιδρούσε στο αφεντικό του ήταν επειδή δεν είχε λύσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμά του. Υπήρχαν ερωτηματολόγια ευρέσεως εργασίας σε Αμερικάνικες εταιρείες στις οποίες, αν ο υποψήφιος στην ερώτηση "όταν ήσουν παιδί αγαπούσες περισσότερο τη μητέρα ή τον πατέρα σου;" απαντούσε "τη μητέρα μου", έπαιρνε κακή βαθμολογία. Επειδή, φυσικά, αν αντιδρούσε στον πατέρα του, ήταν πιθανός μπελάς για την εταιρεία. Αυτή είναι μια ιδεολογική εκμετάλλευση της ψυχανάλυσης με σκοπό την ενσωμάτωση. Το 1940, όταν υπήρχαν 15 εκατομμύρια άνεργοι στις ΗΠΑ, εμφανίστηκε ένα άρθρο στο International Journal for Psychoanalysis από Αμερικανούς ψυχαναλυτές ερμηνεύοντας τις ψυχαναλυτικές ρίζες τις ανεργίας: κάποιος είναι άνεργος λόγω μιας υποσυνείδητης επιθυμίας να είναι άνεργος. Αυτό αποτελεί παρέκκλιση, εκτός από ηλιθιότητα, αφού η ανεργία είναι ένα φαινόμενο ολοφάνερα σχετισμένο με την οικονομία.

Ωστόσο, η κριτική του Λακάν σε αυτή την τάση ήταν κάπως κακόπιστη. Πρώτον επειδή διάλεξε έναν εύκολο στόχο, δεύτερον επειδή ήθελε να προτείνει μια ιδεολογία της επιθυμίας. Τώρα, αυτή η ιδεολογία της επιθυμίας του Λακάν είναι τερατώδης, επειδή η επιθυμία είναι φόνος, αιμομειξία, βιασμός. Για τον Λακάν, υπάρχει ο Νόμος, αλλά αυτός ο Νόμος—αφού αδυνατεί να τον εντάξει σε κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο—ίσως είναι οποιοσδήποτε νόμος. Υπήρχε νόμος στο Άουσβιτς, υπήρχε νόμος στα Γκουλάγκ, και υπάρχει νόμος σήμερα στο Ιράν.

Β: Μα ο Λακάν μίλησε για συμβολικό νόμο, φτιαγμένο από τη γλώσσα, και με μια καθολική δομή. Δεν είναι θέμα απλά κάποιου νόμου που επιβάλει κάποιο καθεστώς.

Κ: Φυσικά, με τη γλώσσα μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε. Αλλά τι ακριβώς εννοεί όταν λέει συμβολικός νόμος; Η λέξη "συμβολικός" για τον Λακάν είναι πασπαρτού, μια λέξη που συγκαλύπτει το γεγονός ότι μιλάμε για τη θέσμιση και το θεσμό. Ωστόσο, λέγοντας ότι είναι συμβολική, θέλει να επενδύσει τη θέσμιση και το θεσμό με μια ψευδο-υπερβατική διάσταση, όπως θα έλεγε ο Καντ. Αλλά το συμβολικό είναι ένα μάλλον διαφορετικό πράγμα. Η γλώσσα ανήκει στο συμβολικό, με την έννοια ότι όλα τα σημεία είναι σύμβολα αναφοράς, ή ότι υπάρχουν σύμβολα μιας άλλης τάξης. Αλλά πρέπει να βάλουμε ένα τέλος στον Λακανικό μυστικισμό του συμβολικού. Δεν υπάρχει "συμβολικό" ως ξεχωριστό πεδίο -υπάρχει συμβολικό ως μέρος και λειτουργία του φαντασιακού. Αλλιώς, υπάρχουν θεσμοί, και υπάρχει το ερώτημα για την εγκυρότητα αυτών των θεσμών. Ωστόσο, το ερώτημα δεν είναι συμβολικό. Είναι ο θεσμός έγκυρος δικαίω; Θα είναι πάντα έγκυρος de facto, όσο είναι εγκεκριμένος. Αλλά ήταν έγκυρος de facto στο Άουσβιτς και έτσι είναι και στο Ιράν σήμερα. Είναι έγκυρος δικαίω; Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα στη σκέψη του Λακάν που να μας οδηγήσει σε μια διάκριση ανάμεσα στο νόμο του Άουσβιτς και το νόμο της αρχαίας Αθήνας, ή τους σημερινούς νόμους στις ΗΠΑ. Εξού και η περιβόητη φράση του Λακάν σχετικά με το ότι ο κυρίαρχος δεν παραιτείται από καμμία των επιθυμιών του. Λοιπόν, ο κυρίαρχος είναι που ξέρει τις επιθυμίες του, και αν οι επιθυμίες του είναι σαν του Λακάν—όπως το να μετατρέψει τους οπαδούς του σε σκλάβους—τότε πραγματοποιούνται. Αλλά αυτό βασικά αντιτίθεται στο αντικείμενο της ψυχανάλυσης, το οποίο δεν είναι να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του κυρίαρχου, ή όλων—ειδικά αν κάποιος έχει επίγνωση του τι σημαίνει επιθυμία στη ψυχανάλυση—επειδή αυτό θα ήταν ασυμβατό με την πραγματική, κοινωνική ζωή. Και δεν εννοώ εδώ την πραγματική Αμερικάνικη κοινωνία, αλλά επίσης την ιδανικότερη νοητή κοινωνία. Έτσι, ο Λακάν επιστρέφει στις πλέον ουτοπικές όψεις της ιδεολογίας του νεαρού Μαρξ και των Αναρχικών, αν και θα γελούσε σαρκαστικά σκεπτόμενος αυτές τις ιδεολογίες. Ο νεαρός Μαρξ και οι Αναρχικοί συνέλαβαν την ιδέα μιας κοινωνίας στην οποία δεν θα υπήρχαν ούτε νόμοι ούτε θεσμοί.

Β: Η μομφή κατά του Λακάν ως αναρχικού με εκπλήσσει. Οι αριστεροί κριτικοί του τον κατηγορούσαν ως καταπιεστή, λόγω της επιμονής του στο Νόμο και τον ευνουχισμό. Για τον Λακάν να μένεις πιστός στις επιθυμίες σου σημαίνει ευνουχισμό, όπως όταν αρνείσαι να μετατρέψεις σε δράση τις φαντασιώσεις σου.

Κ: Δεν είναι έτσι, επειδή η υπόθεση του ευνουχισμού στον Λακάν είναι εξαιρετικά ασαφής. Είναι η άρνηση της επιθυμίας για τη μητέρα, αλλά αυτή είναι μια συνθήκη για τη συνειδητοποίηση της επιθυμίας. Για τον Λακάν, υπάρχει νεύρωση επειδή το άτομο δεν έχει επιτύχει να υποθέσει τον ευνουχισμό του, και αν το υποθέσει, τότε η επιθυμία απελευθερώνεται, με την εξαίρεση ότι προφανώς δεν στρέφεται προς τη μητέρα αλλά σε άλλες γυναίκες.

Β: Αλλά για τον Λακάν, να υποθέτεις την επιθυμία σου δεν σημαίνει να απολαμβάνεις αυτό που απαιτείς στην πραγματικότητα. Κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην επιθυμία, την απαίτηση και την ευχαρίστηση που συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Κ: Όλα αυτά είναι πολύ ασαφή. Ο Λακάν είναι, θεωρητικά, όλα αυτά που είναι πιο μπανάλ, πιο ύποπτα, όμοια με τους Παρισινούς μοδάτους που εμφανίζονται και εξαφανίζονται μετά από πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια. Αλλά ερχόμενοι πάλι στην ιστορία της ψυχανάλυσης, το κύριο πρόβλημα του ανθρώπινου όντος είναι να επιτύχει στην δημιουργία μιας σχέσης με το ασυνείδητο που δεν είναι απλά μια καταπίεση του ασυνείδητου, ή μια καταστολή του σύμφωνη με δοσμένες κοινωνικές επιταγές και, συγκεκριμένα, σύμφωνη με την κοινωνική ετερονομία. Εδώ έχουμε για ακόμα μια φορά ένα σημείο που συναντώνται η ψυχανάλυση με την πολιτική. Μέχρι ποιο βαθμό μπορώ να λέω τον κοινωνικό νόμο επίσης δικό μου νόμο και όχι κάποιον νόμο που μου επιβλήθηκε ετερόνομα; Είναι δικός μου νόμος μόνο αν έχω υπάρξει με συνέπεια ενεργός στη διαμόρφωσή του. Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορώ να είμαι αληθινά αυτόνομος, δοθέντος του γεγονότος ότι υποχρεούμαι να ζήσω σε μια κοινωνία που έχει νόμους. Επομένως, έχουμε ένα δεύτερο σημείο σύζευξης μεταξύ του νοήματος της αυτονομίας στη ψυχανάλυση και του νοήματος της αυτονομίας στην πολιτική.

Β: Η αριστερά συχνά κριτικάρει τη ψυχανάλυση ως πρακτική της κοινωνίας των αστών, επειδή ουσιαστικά βασίζεται σε μια ιδιωτική "συμφωνία". Επιπροσθέτως, κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70, τμήμα της αριστεράς πρότεινε την αντικατάσταση της ψυχανάλυσης από μια κοινωνική αντιμετώπιση προσωπικών προβλημάτων, ανάγοντας τις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις στην κοινωνική αλλοτρίωση. Ποια η γνώμη σας για αυτήν την αριστερή, Μαρξιστική κριτική της ψυχαναλυτικής ηθικής;

Κ: Αυτή ήταν μια ριζοσπαστική υπερβολή της αριστεράς του 60 και του 70, που βασίστηκε σε συγκεκριμένες πλευρές της καθιερωμένης ψυχανάλυσης. Κάθε ψυχαναλυτική διαδικασία απαραίτητα συμπεριλαμβάνει δύο πρόσωπα: έναν αναλυόμενο και έναν αναλυτή. Δεν μπορεί να υπάρχει μεταφορά και μια επεξεργασία της μεταφοράς έξω από αυτήν τη σχέση μεταξύ αναλυόμενου και αναλυτή. Υπάρχει, ωστόσο, μια πλευρά πολύ δύσκολα επιλύσιμη και στην οποία κανείς μέχρι τώρα δεν έχει προσφέρει λύση: η οικονομική πλευρά. Από τη μια πλευρά, ο ψυχαναλυτής πρέπει να βγάζει τα προς το ζειν. Από την άλλη, όπως δείχνει η εμπειρία, ακόμα και για τον αναλυόμενο μια απλήρωτη ανάλυση δεν είναι παραδεκτή (επειδή αισθάνεται το χρέος προς τον αναλυτή τεράστιο), και θα γίνει αναπόφευκτα αναποτελεσματική αφού ο αναλυόμενος μπορεί να φλυαρεί ατελείωτα, επειδή ο χρόνος της συνεδρίας δεν του κοστίζει. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένα πρόβλημα: η τεράστια ανισότητα της κατανομής του πλούτου στη σημερινή κοινωνία κάνει τη ψυχανάλυση απρόσιτη για τους περισσότερους που τους χρειάζεται, εκτός αν τους παρέχεται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αυτό θα μπορούσε να επιλυθεί αποτελεσματικά μόνο στο πλαίσιο μιας γενικής κοινωνικής μετατροπής.

Β: Τότε ποιες είναι οι πρακτικές, πολιτικές σας προτάσεις απέναντι στην κλασσική κριτική κατά των αναλυτών: ότι ασχολούνται μόνο με τεμπέληδες πλούσιους, και ότι συνήθως ασχολούνται με υπερβολικά λίγες περιπτώσεις σε σχέση με τον μέσο πληθυσμό;

Κ: Αυτό δεν είναι απαραίτητα αληθές. Από τις δεκάδες περιπτώσεις με τις οποίες έχω ασχοληθεί μέχρι τώρα, πρακτικά κανείς δεν ήταν πλούσιος. Μερικοί έχουν κάνει τεράστιες θυσίες για να κάνουν ανάλυση. Προσαρμόζω την αμοιβή μου στις οικονομικές δυνατότητες του αναλυόμενου. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που δεν μπορούν να πληρώσουν. Αλλά πρακτικά κανείς δεν έχει έρθει σε μένα για ανάλυση για να μπορεί να λέει σε στυλάτα εορταστικά δείπνα "πάω σε αναλυτή".

Το οικονομικό ερώτημα είναι ωστόσο πραγματικό πρόβλημα, και θα ήταν καλή μια προσπάθεια να αποβληθεί αυτή η τεράστια ανισότητα του εισοδήματος στη σημερινή κοινωνία. Ωστόσο, από θεωρητική σκοπιά, δεν μπορούμε να παραμείνουμε κλεισμένοι στη Φροϊδική θεωρία όπως ήταν διαμορφωμένη αρχικά. Ο Φρόιντ ήταν ασύγκριτα ευφυής, και σε αυτόν οφείλεται ένας πλούτος ιδεών. Αλλά υπάρχει ένα τυφλό σημείο στον Φρόιντ: η φαντασία.

Υπάρχει ένα σημαντικό παράδοξο στις δουλειές του Φρόιντ, στο ότι όσα απαριθμεί είναι σχηματισμοί φαντασιών, σχηματισμοί της ριζικής φαντασίας του υποκειμένου. Ωστόσο ο Φρόιντ, που διαμορφώθηκε στο πνεύμα του Θετικισμού του 19ου αι., ως φοιτητής του Brücke στη Βιέννη, ούτε βλέπει, ούτε θέλει να δει, αυτούς τους σχηματισμούς. Για αυτόν το λόγο, αρχικά, για κάποιο διάστημα πίστευε ότι οι σκηνές παιδικής αποπλάνησης που του περιέγραφαν οι υστερικοί ασθενείς του ήταν πραγματικές. Πίστευε ότι το υποκείμενο ήταν άρρωστο επειδή κάτι είχε προκαλέσει τραύμα.

Β: Για τα τελευταία πάνω-κάτω δέκα χρόνια, υπάρχει στις ΗΠΑ η τάση για επιστροφή στην αρχική πεποίθηση του Φρόιντ περί πραγματικής αποπλάνησης εκ μέρους των ενηλίκων.

Κ: Αυτές είναι πολιτικές ηλιθιότητες κατασκευασμένες από τους πολιτικά ορθούς μοδάτους. Ο ασθενής, όταν λέει ότι η μητέρα του, ο πατέρας του, η νοσοκόμα ή ο γείτονας τον αποπλάνησε όταν ήταν παιδί, έχει πάντα αναγκαστικά δίκιο. Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα, επειδή η βασική απάντηση είναι ότι για κάθε τραυματικό συμβάν, το συμβάν είναι πραγματικό ως γεγονός, αλλά φαντασιακό ως τραυματικό. Δεν μπορεί να υπάρξει τραύμα αν η φαντασία του υποκειμένου δεν δώσει ένα συγκεκριμένο νόημα σ' αυτό που έγινε, και το νόημα αυτό δεν είναι πολιτικά ορθό αλλά είναι το νόημα δοσμένο από τις φαντασίες του υποκειμένου και από της ριζικής του φαντασίας. Λοιπόν, ο Φρόιντ δεν θέλει να αναγνωρίσει αυτή τη βασική ιδέα. Στις μέρες μας, στις ΗΠΑ, γίνεται προσπάθεια να ταξιδεύσουμε πίσω στο χρόνο. Είναι συγκινητικό και αστείο αυτό που βλέπουμε κατά τη διάρκεια της ανάλυσης του Ανθρώπου-Λύκου, τον Φρόιντ για καιρό να πιστεύει στην πραγματικότητα της πρωταρχικής σκηνής που του περιγράφει ο Άνθρωπος-Λύκος—δηλαδή, το γεγονός ότι είδε τους γονείς του να το κάνουν από πίσω—και δεν είναι παρά μόνο στο τέλος της ανάλυσης που είπε—σε υποσημείωση—ότι ίσως, σε τελική ανάλυση, η πρωταρχική σκηνή να ήταν μόνο στη φαντασία του ασθενή. Ωστόσο, αυτό έχει μικρή σημασία. Ο Φρόιντ δεν υπολόγισε τον πόλο της φαντασίας σε αυτό που έλεγε φαντασματοποίηση. Προσπάθησε να αποδόσει σε φυλογενετικές ρίζες αυτές τις φαντασιώσεις, και προσπάθησε να τις βρει στον αρχικό μύθο του Τοτέμ και Ταμπού, γεγονός παράλογο.

Για να εξηγήσει την προέλευση της κοινωνίας, ο Φρόιντ κατασκεύασε έναν μύθο. Αρχικά, έθεσε το πρόβλημα της προέλευσης της κοινωνίας ως απλά αρνητικό—δηλαδή, ως πρόβλημα της προέλευσης των δύο βασικών απαγορεύσεων: της αιμομειξίας και του ενδοφυλετικού φόνου. Όχι του φόνου ως αρχή, επειδή πουθενά ο φόνος δεν απαγορεύεται ως αρχή—αν σκοτώσεις τους εχθρούς της Ιταλίας ή της Γαλλίας, έχεις κάνει καλά και παρασημοφορείσαι—αλλά δεν πρέπει να σκοτώσεις στο εσωτερικό. Επιτρέπεται να σκοτώσεις στο εσωτερικό μόνο αν είσαι δήμιος στις φυλακές, ή αστυνομικός σε υπηρεσία. Ο Φρόιντ δεν είδε ότι το πρόβλημα της προέλευσης της κοινωνίας δεν είναι αποκλειστικά το πρόβλημα της δημιουργίας δύο απαγορεύσεων. Είναι το πρόβλημα δημιουργίας θετικών θεσμών: η δημιουργία της γλώσσας, κανόνες συμπεριφοράς, θρησκείες, νοήματα, κ.λπ. Ο μύθος του Φρόιντ εξηγεί τη δημιουργία των δύο κύριων απαγορεύσεων κατά τη διάρκεια της ιστορίας της πρωτόγονης ορδής, όπου ο πατέρας είχε όλες τις γυναίκες και ευνούχιζε ή έδιωχνε τους γιους του για να συνεχίσει να κυριαρχεί στο χαρέμι του. Μια μέρα, τα αδέρφια σκότωσαν τον πατέρα και μοιράστηκαν τις γυναίκες της φυλής. Μετά, τα αδέρφια σύναψαν συμφωνία να μην επιχειρήσει κανείς να πάρει τη γυναίκα άλλου ή να κάνει φόνο. Και έτσι αναγόρευσαν τον πατέρα τους σε ζώο τοτέμ της φυλής. Και κάθε χρόνο ετοίμαζαν ένα θυσιαστήριο γεύμα, όπου θυσιαζόταν και τρωγόταν ένα ζώο, επαναλαμβάνοντας έτσι συμβολικά—με την πραγματική έννοια του όρου—τον φόνο του πατέρα. Από ανθρωπολογική σκοπιά, ο μύθος δεν στέκει, αν και είναι ένα πολύ σημαντικό μυθικό κατασκεύασμα, όχι μόνο λόγω του τρόπου που σκέφτονταν την εποχή του Φρόιντ, αλλά επίσης και από ψυχαναλυτική σκοπιά, επειδή στην πραγματικότητα πρόκειται για Οιδιπόδειο σύμπλεγμα—η τάση για τον φόνο του πατέρα και ο περιορισμός των αδερφών/αντιπάλων. Αλλά αυτό ήταν ήδη γνωστό στη ψυχανάλυση χωρίς το μύθο του Τοτέμ και Ταμπού. Ο μύθος αναπαριστά κάτι που θα έπρεπε να εξηγεί, επειδή αναπαριστά την ικανότητα των αδερφών για κοινωνικοποίηση τη μέρα που ένωσαν τις δυνάμεις τους για τον φόνο του πατέρα τους. Αυτό είναι ήδη μια κοινωνική πράξη, που προϋποθέτει την ύπαρξη της γλώσσας. Επομένως, για να εξηγήσει την προέλευση της κοινωνίας, ο Φρόιντ προϋποθέτει ότι η κοινωνία είναι ήδη εκεί, δηλαδή, οι αδερφοί μπορούν να συζητήσουν, να συνωμοτήσουν και να κρατήσουν το μυστικό. Δεν έχουμε δει ποτέ ζώα να συνωμοτούν.

Ωστόσο, επειδή ο Φρόιντ απορρίπτει εντελώς το δημιουργικό ρόλο της ριζικής φαντασίας, της φαντάσμευσης, είναι κάπως αναγωγιστής ή ντιτερμινιστής—τείνει πάντα να προσπαθεί να βρίσκει τη σύνδεση αιτιών και αποτελεσμάτων στη ψυχική ζωή του υποκειμένου, τη σύνδεση που δημιούργησε σε αυτό το υποκείμενο το τάδε σύμπτωμα, νεύρωση ή συγκεκριμένη εξέλιξη. Αυτό οδηγείται στα άκρα σε ιστορίες όπως στο Λεονάρντο Ντα Βίντσι (A Childhood Memory of Leonardo da Vinci), στο οποίο προσπαθεί να εξηγήσει έναν από τους πίνακες του Λεονάρντο και τη δημιουργική του ζωή με βάση ένα περιστατικό της παιδικής του ηλικίας, το οποίο επίσης υποτίθεται ότι είναι μύθος, και το οποίο, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι στέκει, αδυνατεί να εξηγήσει τη ζωγραφική του Λεονάρντο, γιατί αυτός ο πίνακας είναι σπουδαίος, ή γιατί αισθανόμαστε ευχαρίστηση βλέποντάς τον. Επίσης, όταν τίθεται το ερώτημα της εξήγησης της εξέλιξης ενός μοναδικού υποκειμένου—παρουσιάζοντας τους λόγους για μια συγκεκριμένη νεύρωση και όχι κάποια άλλη—ο Φρόιντ τελικά παραδέχεται ότι είναι αδύνατο να ξέρουμε, και επικαλείται "την επιλογή της νεύρωσης". Ένα άτομο επιλέγει τη νεύρωσή του, και μέχρι δύο ή τριών ετών έχει ήδη ξεκινήσει να γίνεται ιδεοληπτικό αντί, ας πούμε, υστερικό.

Β: Όμως η έκφραση "επιλογή της νεύρωσης" δεν είναι αντιφατική με αυτό που θεωρείτε ως ντιτερμινισμό; Επειδή, προφανώς, το να μιλά κανείς για επιλογή είναι από μόνο του αποκήρυξη του ντιτερμινισμού, και συνεπώς παραδοχή ότι δεν υπάρχει σχέση αιτίας και αποτελέσματος ανάμεσα στην ιστορία ενός προσώπου και την ψυχοπαθολογία του.

Κ: Αυτό είπα. Ο Φρόιντ αναπόφευκτα προσπαθεί να βρει μια σύνδεση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Για παράδειγμα, στην ανάλυση του Ανθρώπου-Αρουραίου (ή Άνθρωπος με τα ποντίκια) ή του Ανθρώπου-Λύκου (ή Άνθρωπος με τους Λύκους), λέει ότι ένα συγκεκριμένο σύμπτωμα υπάρχει επειδή ένα συγκεκριμένο πράγμα συνέβη μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, πρώτον, δεν βλεπει ότι αυτό που συνέβη τότε έπαιξε αυτόν τον ρόλο μόνο επειδή ο ασθενής απέδωσε σ' αυτό αυτήν τη φανταστική σημασία. Και δεύτερον, ο Φρόιντ δεν εξηγεί αυτό που έγινε, και άρα είναι αναγκασμένος στο τέλος να πει ότι υπάρχει η επιλογή της νεύρωσης που δεν μπορεί να εξηγήσει. Αναφέρεται συχνά σε συστατικούς παράγοντες, αλλά οι συστατικοί παράγοντες είναι όπως οι ιστορίες (κληρονομικότητα) στην παλαιά ιατρική, ή οι υπνωτικές αρετές του οπίου, όπως έλεγε ο Μολιέρος. Οι συστατικοί παράγοντες δεν αποτελούν απάντηση. Όμως, για ακόμα μια φορά, πρέπει να είμαστε δίκαιοι—για παράδειγμα, στα βρέφη, από την αρχή υπάρχει αρκετή διαφορά στην αντοχή τους απέναντι στον εκνευρισμό. Μερικά βρέφη, αφού τους δοθεί η θηλή του μπουκαλιού, παραμένουν ήσυχα για έξι ώρες μέχρι να ξαναπεινάσουν, ενώ άλλα πολύ γρήγορα αρχίζουν να κλαίνε, να ουρλιάζουν, να απαιτούν τη θηλή ή το μπουκάλι, ή να μην δέχονται να φύγει η μητέρα. Τότε, συστατικός παράγοντας σημαίνει κάτι εκ γενετής. Ωστόσο, κάθε προσπάθεια ψυχαναλυτικού ντιτερμινισμού αποτυγχάνει.

Ο Φρόιντ είπε το ίδιο πράγμα στα κείμενα του 1936-40, όσον αφορά τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, όταν δήλωσε ότι ένα κορίτσι, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, έχει τρεις εναλλακτικούς δρόμους. Μπορεί να γίνει μια γυναίκα που της αρέσουν οι άντρες και θέλει να κάνει παιδιά, μπορεί να γίνει μια ξυνή γεροντοκόρη που απεχθάνεται το σεξ και οτιδήποτε σχετικό με αυτό, ή μπορεί να γίνει ένα αγοροκόριτσο στο οποίο, ακόμα κι αν παραμένει λανθάνουσα, θα υπάρξει μια τάση προς την ομοφυλοφιλία. Γιατί κάποια επιλέγει μια εναλλακτική αντί μιας άλλης; Θα μπορούσε κανείς να δείξει παράγοντες που οδήγησαν σε μια συγκεκριμένη επιλογή ή κλίση, αλλά τελικά δεν μπορεί ποτέ να καθοριστεί.

Β: Τα προβλήματα που θέτει ο Φρόιντ πάνω στην "επιλογή" των νευρώσεων ή του τρόπου που είναι κάποια γυναίκα δεν είναι συνδεδεμένα με προβλήματα έμφυτα σε όλες τις ιστορικές ανασυνθέσεις, μια και ο ιστορικός ανασυνθέτει χρονικά τις διαδικασίες; Πάντα υπήρξε αυτή η ταλάντωση μεταξύ ντιτερμινισμού και ιντιτερμινισμού στις ιστορικές ανασυνθέσεις.

Κ: Ναι. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο ο ντιτερμινισμός και ο επιστημονικός αναγωγισμός είναι ψευδείς—δεν μπορεί ποτέ να επιδειχθεί η ολότητα των ικανών και αναγκαίων συνθηκών. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει απουσία οποιασδήποτε μορφής ντιτερμινισμού—υπάρχουν συγκεκριμένες σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος, αλλά όχι πάντα και όχι ουσιαστικά. Εξαρτάται από τον τομέα.

Β: Όμως στην ψυχανάλυση, δρα κανείς πάνω στις αιτίες ή σε κάτι άλλο;

Κ: Αυτή είναι η πιο σημαντική και δύσκολη ερώτηση. Η ψυχανάλυση επιχειρεί να μετασχηματίσει τον τρόπο που βλέπει ο ασθενής τον κόσμο του. Πρώτον, επιχειρεί να τον κάνει να δει τον κόσμο των φαντασιώσεών του. Δηλαδή, επιχειρεί να τον κάνει να καταλάβει ότι ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο είναι ένας τρόπος που, στο μεγαλύτερο μέρος του, εξαρτάται από τις δικές του ψυχικές κατασκευές και φαντασιώσεις. Δεύτερον, επιχειρεί να τον οδηγήσει σε μια αρμόζουσα σχέση με τις φανταστικές του κατασκευές. Αν ασχολείσαι, για παράδειγμα, με κάποιον παρανοϊκό, πρώτα πρέπει να καταλάβει—όχι με λογικά επιχειρήματα, αλλά μέσω αναλυτικής εργασίας—ότι δεν είναι αλήθεια πως όλοι τον καταδιώκουν, αλλά ότι, ουσιαστικά, η άποψή του είναι δική του φαντασματοποίηση, και ότι μπορεί κανείς να πει ακόμα και ότι όταν πραγματικά συναντά άτομα πρόθυμα να τον καταδιώξουν, είναι δική του επιλογή. Επιλέγει τη γυναίκα που θα τον διώξει. Διάλεξα ένα ακραίο παράδειγμα, επειδή με έναν παραληρηματικό παρανοϊκό δεν μπορεί να γίνει τίποτα—είναι αναγκαίο να πάρει κανείς μια οριακή περίπτωση. Ωστόσο, είναι πιο πειστικό από όταν προσπαθείς να οδηγήσεις έναν νευρωτικό στο να ξεπεράσει αυτόν τον τρόπο της φαντάσμευσης. Υπάρχουν άλλες περιπτώσεις που είναι θέμα οδήγησης του ασθενή σε μια πιο ειρηνική και λογική συμβίωση με τον φανταστικό του κόσμο, όπως και με τις νέες φανταστικές του κατασκευές. Ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι επίσης ένα από τα μυστήρια της ανάλυσης. Ο Φρόιντ ποτέ δεν κατάφερε να εξηγήσει γιατί μια πραγματική ερμηνεία έχει αποτέλεσμα. Και δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μια αληθής ερμηνεία άλλες φορές έχει κάποιο αποτέλεσμα και κάποιες άλλες κανένα. Ένας ξεροκέφαλος αναλυτής θα πει: "αν μια ερμηνεία δεν έχει αποτέλεσμα, είναι επειδή δεν είναι αληθής". Αυτό δεν είναι ακριβές.

Β: Σχετικά με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει αξιοσημείωτη κριτική της εγκυρότητας, της επιστημονικής αλήθειας της ψυχανάλυσης από συγκεκριμένες επιστημολογικές σχολές. Για παράδειγμα, οι Πόπερ, Grünbaum και Άιζενκ (Eysenck) έχουν ασκήσει κριτική στην επιστημονική ισχύ της ψυχανάλυσης. Ο Grünbaum συγκεκριμένα είπε ότι η ανάλυση μερικές φορές απλά δημιουργεί φαινόμενα placebo. Ποια η γνώμη σας σε τέτοιες κριτικές που θεωρούν την ανάλυση θεραπεία μαγείας; Επειδή, μερικές φορές, και οι μάγοι θεραπεύουν.

Κ: Αλλά όμως πώς το κάνουν αυτό; Οι κύριοι Grünbaum, Πόπερ, ακόμα και ο Λεβί-Στρως δεν έχουν εξήγηση για αυτό. Ο Λεβί-Στρως λέει ότι οι ψυχαναλυτές είναι οι σύγχρονοι σαμάνοι, και οι σαμάνοι οι ψυχαναλυτές των πρωτόγονων κοινωνιών. Αλλά γιατί υπάρχουν εμπειρίες των τυφλών κλινικών μελετών (double blind) [3]; Γιατί υπάρχουν φαινόμενα placebo; Επειδή υπάρχει υποβολή. Αλλά γιατί υπάρχει υποβολή; Η ψυχανάλυση απαντά ότι η υποβολή είναι πάντα αποτέλεσμα μετάθεσης. Ο ασθενής που παίρνει το φάρμακο από τον γιατρό πιθανόν θα πιστεύσει ότι το φάρμακο είναι ευεργετικό, και για αυτόν τον λόγο υπάρχει φαινόμενο placebo και αυτή η πίστη μπορεί να έχει επίδραση στην ψυχή. Δεύτερον, γι' αυτό γίνονται τυφλές κλινικές μελέτες, και αν λέει κάποιος ότι πηγαίνει σε ψυχαναλυτή τρεις φορές την εβδομάδα και ότι αυτό είναι ευεργετικό λόγω placebo, τότε δεν λέει απολύτως τίποτα. Για ποιον λόγο υπάρχει placebo;

Β: Ναι, αλλά λέτε ότι η επιστημολογία και η ανάλυση παραδέχονται και οι δύο την ύπαρξη της υποβολής. Δεν πιστεύω ότι κάποιος αναλυτής θα παραδεχόταν με ευχαρίστηση ότι τα αποτελέσματα που προκαλεί είναι λόγω υποβολής, ακόμα κι αν αυτή εξηγείται ψυχαναλυτικά.

Κ: Η ψυχανάλυση μπορεί να εξηγήσει την υποβολή, αλλά η υποβολή δεν μπορεί να εξηγήσει την ψυχανάλυση. Επειδή η ψυχανάλυση είναι ουσιαστικά—δεν λέω αποκλειστικά—δουλειά του ίδιου του αναλυόμενου. Αυτοί οι φιλόσοφοι, ίσως επειδή συχνά ζουν στις ΗΠΑ, έχουν στο μυαλό τους έναν ψυχαναλυτή που λέει στον ασθενή: "αν σκέφτεσαι κάτι, είναι γιατί έτσι έκανε η μητέρα σου". Ωστόσο, ψυχαναλυτές άξιοι του ονόματός τους δεν θα έλεγαν κάτι τέτοιο. Λοιπόν, κάποιοι έχουν πιο περίπλοκα σχήματα: μερικοί λένε ότι ο ασθενής που ξέρει τι σκέφτεται ο αναλυτής θα προσπαθήσει να του πει ότι το ξέρει, και άλλα τέτοια. Αλλά αν κάποιος έχει εμπειρία στην ανάλυση, δεν γίνονται τέτοιου είδους πράγματα. Είναι ζήτημα αυθεντίας, αλλά τελικά έχω εμπειρία που ο Grünbaum δεν έχει. Αν κάποιος θέλει, με πιστεύει, κάποιος άλλος, όχι. Κάποιος βλέπει πώς ένας ασθενής αλλάζει κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, και κάποιος βλέπει ότι αντιστέκεται. Πώς εξηγεί ο κος Grünbaum γιατί κάποια αντίσταση σε ένα σημείο υποχωρεί; Γιατί ένας ασθενής μπορεί να έχει μηδενική πρόοδο για δύο χρόνια και ξαφνικά κάτι κινείται και αλλάζει ταχύτητα;

Αυτές οι κριτικές, ξεκινώντας από τον Πόπερ, συγκρίνουν την ψυχανάλυση με μια ιδέα της επιστήμης ταυτισμένη με τις θετικές επιστήμες. Αλλά όποιος περνά την ψυχανάλυση για θετική επιστήμη είναι ηλίθιος. Ο Πόπερ παλεύει εναντίον τέτοιων ηλίθιων. Σύμφωνα με τη λογική του Πόπερ, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ιστορία, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση διάψευσης στην ιστορία. Αυτό γίνεται μόνο σε γεγονότα σχετικά με την ύλη. Αν κάποιος πει "δεν υπάρχει Παρθενώνας στην Αθήνα", υπάρχει διαψεύσιμη διάσταση επειδή μπορεί κάποιος να τον πάει στην Αθήνα και να του δείξει τον Παρθενώνα. Αλλά αν κάποιος λέει, όπως ο Μπούρκχαρτ, ότι για τους αρχαίους Έλληνες το αθλητικό στοιχείο—δηλαδή ο συναγωνισμός και ο ανταγωνισμός—ήταν πολύ σημαντικά, αυτό είναι μια ερμηνεία και δεν είναι επαληθεύσιμο σύμφωνα με τον Πόπερ. Ο Πόπερ, με αυτό το δήθεν κριτήριο, λέει ότι υπάρχουν θετικές επιστήμες που υπάρχει εμπειρία, μέτρηση, κ.λπ., και όλα τα άλλα είναι λογοτεχνία. Ίσως είναι έτσι, αλλά αυτή η λογοτεχνία ίσως είναι σημαντικότερη από τις θετικές επιστήμες. Η ιστορία, η κοινωνία, η ψυχή, οι ζωές μας, είναι τουλάχιστον τόσο σημαντικά όσο τα μόρια και τα άτομα.


[1] Για όρους συμβουλεύτηκα τη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας του Κορνήλιου Καστοριάδη και το Φρόιντ και Φροϊδισμός του Κλεάνθη Γρίβα. Μια και δεν είμαι μεταφραστής, όλο και κάτι θα έχει ξεφύγει...
[2] "We believe that all men are created free and equal for the pursuit of happiness". Φυσικά για τις γυναίκες, ούτε λόγος!
[3] http://en.wikipedia.org/wiki/Double_blind#Medical_applications

Δεν υπάρχουν σχόλια: